βρεχάμενος

βρεχάμενος
-η, -ο
1. ο βροχερός: Περάσαμε πολύ βρεχάμενη άνοιξη.
2. βρόχινος, της βροχής: Παλαιότερα συλλέγανε τα βρεχάμενα νερά και τα χρησιμοποιούσαν για λούσιμο.
3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βρεχάμενα τα ύφαλα του πλοίου, το μέρος που βρέχεται: Τρύπησαν τα βρεχάμενα του πλοίου γιατί χτύπησε σε ύφαλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βρεχάμενος — και βρεχούμενος βλ. βρέχω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”